γενειάδας

γενειάδας
γενειάς
beard
fem acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • γενιά — Το σύνολο των τριχών που φυτρώνουν στα μάγουλα και στο πιγούνι των ανδρών. Δεν είναι εξακριβωμένη η εποχή κατά την οποία ο άνθρωπος άρχισε να ξυρίζεται, αλλά τα αιγυπτιακά μνημεία των πρώτων δυναστειών που απεικονίζουν πρόσωπα τελείως ξυρισμένα… …   Dictionary of Greek

  • λιποπωγωνία — λιποπωγωνία, ἡ (Α) η έλλειψη γενειάδας. [ΕΤΥΜΟΛ. < *λιποπώγων < λιπ(ο) * + πώγων] …   Dictionary of Greek

  • παραγναθίδα — Τμήμα του κράνους που προστατεύει τις γνάθους. Με π., που ήταν χωριστά κομμάτια και προσαρμόζονταν με καρφιά στο υπόλοιπο κράνος, ήταν εφοδιασμένα τα δερμάτινα και τα μεταλλικά κράνη της ύστερης εποχής του χαλκού. Π. έφεραν και μερικά από τα… …   Dictionary of Greek

  • πωγωνίας — ο, ΝΑ γενειοφόρος νεοελλ. ζωολ. α) είδος πιθήκων οι οποίοι χαρακτηρίζονται από την ύπαρξη μακριάς λευκής γενειάδας και ζουν στο Κονγκό και στην νήσο Φερνάντο Πόο β) γένος οστεοϊχθύων τής οικογένειας συανίδες αρχ. 1. αστρον. κομήτης με πώγωνα,… …   Dictionary of Greek

  • σκιάζω — (I) ΝΑ [σκιά] 1. καλύπτω με σκιά («Ἄθως σκιάζει νῶτα Λημνίας βοός», Σοφ.) 2. (σχετικά με ζωγραφική) σχηματίζω σκιά με βαθείς χρωματισμούς νεοελλ. εμποδίζω με το σώμα μου τη δίοδο τών φωτεινών ακτίνων, δημιουργώ σκιά αρχ. 1. καλύπτω, κρύβω («τὸ… …   Dictionary of Greek

  • τιλλοπώγων — ωνος, ὁ, Α αυτός που αποσπά με βίαιο τρόπο τις τρίχες τής γενειάδας του. [ΕΤΥΜΟΛ. < τίλλω «μαδώ» + πώγων (πρβλ. σφηνο πώγων)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”